δεντρογαλιά

δεντρογαλιά
και δενδρογαλή, η
1. ονομασία διαφόρων ανιοβόλων φιδιών
2. δενδρογαλή
μικρό εντομοφάγο Θηλαστικό τής ινδομαλαισιανής περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρογαλή < δένδρον + γαλή «γάτα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεντρογαλιά — η είδος φιδιού που σκαρφαλώνει στα δέντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δενδρογαλή — η βλ. δεντρογαλιά …   Dictionary of Greek

  • δεντροφίδα — η η δεντρογαλιά …   Dictionary of Greek

  • ζαμενής — ο (Α ζαμενής, ές, ποιητ. επίθ.) 1. πολύ ανδρείος, πολύ δυνατός, ορμητικότατος 2. βίαιος, δυσμενής («ζαμενής λόγος», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ζαμενές με ανδρεία, δυνατά νεοελλ. ζωολ. ζαμενής ως ουσ. το φίδι δεντρογαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * +… …   Dictionary of Greek

  • κολουβρίδες — (colubridae). Οικογένεια φιδιών της τάξης των φολιδωτών, η οποία περιλαμβάνει δηλητηριώδεις και μη αντιπροσώπους. Οι κ., οι διαστάσεις των οποίων ποικίλλουν από μερικές δεκάδες εκατοστά έως 3 μ. ή και περισσότερο, δεν είναι θραυστήρες ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”